ῥᾴδι'

ῥᾴδι'
ῥᾴδια , ῥᾴδια
easy shoes
neut nom/voc/acc pl
ῥᾴδια , ῥᾴδιος
easy
neut nom/voc/acc pl
ῥᾴδια , ῥᾴδιος
easy
neut nom/voc/acc pl (attic)
ῥᾴδιε , ῥᾴδιος
easy
masc voc sg
ῥᾴδιε , ῥᾴδιος
easy
masc/fem voc sg (attic)
ῥᾴδιαι , ῥᾴδιος
easy
fem nom/voc pl
ῥᾴδια , ῥαίδιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθαρουργός — καθαρουργός, ὁ (Α) αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθ ουργός, ραδι ουργός] …   Dictionary of Greek

  • καρδιουργώ — καρδιουργῶ, έω (Α) καρδιουλκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ιερ ουργώ, ραδι ουργώ] …   Dictionary of Greek

  • κωλοράδι — και κωλοράρι, το πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + ράδι (< ουράδι < ουρά)] …   Dictionary of Greek

  • λαοξουργώ — λαοξουργῶ, έω (Α) λαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαοξόος + ουργώ (< ουργός < ἔργο), πρβλ. κρε ουργώ, ραδι ουργώ] …   Dictionary of Greek

  • σκαιουργώ — έω, Α φέρομαι απρεπώς ή με βάναυσο τρόπο, είμαι ανάγωγος, είμαι αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + ουργῶ (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. ραδι ουργώ] …   Dictionary of Greek

  • ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”