καθαρουργός — καθαρουργός, ὁ (Α) αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθ ουργός, ραδι ουργός] … Dictionary of Greek
καρδιουργώ — καρδιουργῶ, έω (Α) καρδιουλκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ιερ ουργώ, ραδι ουργώ] … Dictionary of Greek
κωλοράδι — και κωλοράρι, το πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + ράδι (< ουράδι < ουρά)] … Dictionary of Greek
λαοξουργώ — λαοξουργῶ, έω (Α) λαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαοξόος + ουργώ (< ουργός < ἔργο), πρβλ. κρε ουργώ, ραδι ουργώ] … Dictionary of Greek
σκαιουργώ — έω, Α φέρομαι απρεπώς ή με βάναυσο τρόπο, είμαι ανάγωγος, είμαι αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + ουργῶ (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. ραδι ουργώ] … Dictionary of Greek
ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… … Dictionary of Greek